καταρτίζει

καταρτίζει
καταρτίζω
adjust
pres ind mp 2nd sg
καταρτίζω
adjust
pres ind act 3rd sg
καταρτίζω
adjust
pres ind mp 2nd sg
καταρτίζω
adjust
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γενεαλόγος — ο (AM γενεαλόγος) αυτός που καταρτίζει πίνακα τής γενεαλογίας ενός ή διαφόρων ατόμων ή γενών …   Dictionary of Greek

  • ναυτολόγος — ο (Α ναυτολόγος, ον) νεοελλ. αξιωματικός που καταρτίζει τους ναυτολογικούς πίνακες όπου είναι γραμμένοι όσοι έχουν προσληφθεί ή κληρωθεί ως πλήρωμα τών εμπορικών ή τών πολεμικών πλοίων αρχ. αυτός που συγκεντρώνει ναύτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης +… …   Dictionary of Greek

  • οικιστής — ο (Α οἰκιστής) [οικίζω] αυτός που οικίζει έναν τόπο με εποίκους, ιδρυτής πόλεως ή αποικίας αρχ. 1. αυτός που καταρτίζει καταστατικούς νόμους για μία πόλη 2. στον πληθ. οἱ οἰκισταί (στη Ρώμη) οι τρεις άρχοντες, η τριανδρία που επιστατούσαν σε… …   Dictionary of Greek

  • πλοίαρχος — Επαγγελματικός χαρακτηρισμός του κυβερνήτη εμπορικού πλοίου. (Στο Πολεμικό Ναυτικό ενδεικτικό βαθμού). Στην κοινή ναυτική γλώσσα ονομάζεται καπετάνιος και σύμφωνα με τον κώδικα της ναυσιπλοΐας κυβερνήτης. Ο επαγγελματικός τίτλος που δίνει… …   Dictionary of Greek

  • προγραμματιστής — ο, θηλ. προγραμματίστρια, Ν [προγραμματίζω] 1. αυτός που καταρτίζει πρόγραμμα και, ειδικότερα, ο ειδικός στην κατάρτιση προγραμμάτων για ηλεκτρονικό υπολογιστή 2. φρ. «ηλεκτρονικός προγραμματιστής» ηλεκτρονικό μηχάνημα που επεξεργάζεται… …   Dictionary of Greek

  • συλλογέας — ο, / συλλογεύς, ΝΜΑ νεοελλ. συλλέκτης, αυτός που καταρτίζει συλλογή («συλλογέας πινάκων») μσν. αρχ. αυτός που συλλέγει, που συγκεντρώνει («τοὺς συλλογέας τῶν δεκατευομένων καρπῶν», Πολύαιν.) αρχ. (στην Αθήνα) αυτός που εισέπραττε τους φόρους,… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικός — ή, ό / συντακτικός, ή, όν, ΝΑ, και συνταχτικός Ν [συντάσσω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύνταξη νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνταγμα μιας χώρας 2. το ουδ. ως ουσ. το συντακτικό γραμμ. το μέρος τής γραμματικής που… …   Dictionary of Greek

  • τιμάριθμος — Αριθμητικός δείκτης που εμφανίζει τις διακυμάνσεις των τιμών των ειδών σε ορισμένη χρονική περίοδο και σε σύγκριση με το επίπεδο τιμών της περιόδου που έχουμε πάρει ως βάση. Ο τ. περιλαμβάνει τις τιμές ορισμένων προϊόντων. Για να τον καταρτίσουν …   Dictionary of Greek

  • βασανιστήρια — Όρος με τον οποίο δηλώνονται όλες οι πράξεις βίας ή φυσικού καταναγκασμού στο σώμα του κατηγορουμένου, για να αποσπαστεί η ομολογία ενός εγκλήματος ή στο σώμα ενός μάρτυρα για να εξασφαλιστεί μια αληθοφανής κατάθεση. Άγνωστα στην αρχαία Αίγυπτο,… …   Dictionary of Greek

  • Γκρόζνι — (Groznyj).(123.320 κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα της αυτόνομης δημοκρατίας της Τσετσενίας, που ανήκει στη Δημοκρατία της Ρωσίας. Είναι χτισμένη στην κοιλάδα του ποταμού Σούνζα, 650 χλμ. νοτιοανατολικά του Ροστόβ. Η πόλη ήταν άλλοτε παραμεθόριο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”